- πλησίφωτος
- πλησῐ-φωτος, ον,A = πλησίφως, Plot.2.3.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλησίφωτος — ον, ΜΑ πλησιφαής, πλησίφως*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + φωτος (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί φωτος, ληξί φωτος] … Dictionary of Greek
πλησίφωτον — πλησίφωτος masc/fem acc sg πλησίφωτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιφωτώ — έω, Α [πλησίφωτος] α) (για τη σελήνη) είμαι πλησιφαής, ολοφώτιστος β) γεμίζω … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek